- κύκλιος
- -α, -ο (AM κύκλιος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) [κύκλος]1. στρογγυλός, κυκλικός («κυκλία ἀσπίς», Αρχέστρ.)2. φρ. κύκλιος χορός» — κάθε χορός που χορεύεται από πολλά άτομα τα οποία, πιασμένα χέρι χέρι, σχηματίζουν κύκλο και ο οποίος, στην αρχαία εποχή, χορευόταν γύρω από τον βωμό ενός θεού, ιδίως τού Βάκχουαρχ.1. αυτός που ανήκει στον επικό κύκλο2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύκλιοςονομασία μήνα στην Επίδαυροβ) χορίαμβος*3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) κύκλιον και κύκλια κυκλικά4. (η δοτ. εν. αρσ. ως επίρρ.) κυκλίῳμε κυκλικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.